Σκέψεις για το στρατόπεδο Μαρκοπούλου και τη ζωή σ’ αυτή την πόλη

«το κεφάλαιο δημιουργείται μέσω των περιφράξεων,
ενώ τα υποκείμενα στον αγώνα διαμορφώνονται μέσω των κοινών.
Ως εκ τούτου, η «επανάσταση» δεν είναι αγώνας για τα κοινά
αλλά μέσω των κοινών, όχι για αξιοπρέπεια, αλλά μέσω της αξιοπρέπειας».

Massimo de Angelis, The Beginning of History: Value Struggles and Global Capital

Το ζήτημα της απόδοσης στην κοινωνία του στρατοπέδου Μαρκοπούλου δεν μπορεί να ειδωθεί αποκομμένο από το συνολικό εξελισσόμενο σχεδιασμό αναμόρφωσης αυτού του τόπου. Παράλληλα λοιπόν, στα νότια παραχωρούνται θαλάσσια οικόπεδα για άντληση υδρογονανθράκων και λίγο έξω από την πόλη η στρατιωτική βάση στη Σούδα επεκτείνει διαρκώς τον κύκλο εργασιών της, ενώ ο ίδιος ο αστικός χώρος αναμορφώνεται με μοναδικό γνώμονα τις επιταγές της τουριστικής βιομηχανίας.

Παγιώνεται έτσι τοπικά μια συνθήκη που ευνοεί συγκεκριμένες μορφές ζωής αποκλείοντας άλλες.

Αφήνοντας κατά μέρος τις βάσιμες αντιρρήσεις για την ίδια την νομική κυριότητα του χώρου του στρατοπέδου από το υπ. αμύνης, προσπαθώντας να μην ανακατέψουμε και τη δεδομένη αποστροφή μας στο στρατιωτικό σύμπλεγμα που χαίρει ιδιαίτερων προνομίων στο νομό, θα εστιάσουμε σε δύο άλλες πτυχές του θέματος.

Η μετατροπή του κέντρου της πόλης από ζώνη κατοικίας και παραγωγικής εργασίας στη σημερινή ζώνη θεάματος και κατανάλωσης και η συνακόλουθη αλλοίωση του κοινωνικού ιστού ενισχύθηκε από τις αντίστοιχες ρυθμίσεις πολεοδομικών σχεδίων με την έγκριση φυσικά της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο παραγόμενος χώρος ωστόσο δε νοείται χωρίς την διαδικασία που τον διαμορφώνει -στην προκειμένη την εμπορευματοποίηση- και χωρίς τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις που αναπαράγονται εντός του.

Έτσι βλέπουμε ορισμένες ομάδες συμφερόντων (π.χ. μαγαζάτορες στο λιμάνι, ξενοδόχοι) να διαμορφώνουν αποφάσεις δημοτικών συμβουλίων αλλά και να υιοθετούν αυθαίρετα φασιστικές πρακτικές «αστυνόμευσης» του δημόσιου χώρου απέναντι σε όποιον δεν ταιριάζει στο προφίλ του καταναλωτή.

Τέτοιες διαδικασίες μετασχηματισμού έχουν, πάντα, μια ταξική διάσταση, αφού είναι οι φτωχοί, οι εργαζόμενοι στον τουρισμό, οι μη προνομιούχοι και οι περιθωριοποιημένοι αυτοί που υποφέρουν πρώτοι και περισσότερο από τα αποτελέσματα τους (αύξηση των τιμών των ενοικίων, εξαφάνιση εργασιακών δικαιωμάτων, ακρίβεια των προϊόντων, εκδίωξη πλανόδιων από το λιμάνι).

Το ερώτημα λοιπόν ανάγεται στο αν θα έχει καν νόημα σε μερικά χρόνια να μένει κανείς δίπλα σε αυτή τη ρυπασμένη θάλασσα, σε αυτή την αλωμένη πόλη, όπου θα μπορεί μονάχα να βιοποριστεί σερβίροντας δήθεν παραδοσιακά εδέσματα, οδηγώντας πέρα δώθε τουριστικά λεωφορεία ή πουλώντας άθλια αναμνηστικά τυποποιημένων διακοπών. Και όταν θα φεύγουν, αν ποτέ, οι τουρίστες, θα μένουν ακόμη να χαροκοπούν οι μισθοφόροι πεζοναύτες της ΝΑΤΟϊκής βάσης συνεχίζοντας αδιάκοπα όλο το χρόνο αυτή την ψυχαγωγική δυστοπία.

“Η επινόηση κοινών χώρων σημαίνει κάτι πολύ παραπάνω από την επανιδιοποίηση διαθέσιμων μικρών κομματιών ανοιχτού χώρου. Σημαίνει, είτε αυτό γίνεται εμφανές είτε όχι, μερικές φορές με πλήρη συνείδηση, και άλλες όχι, τη δυνητική ανακάλυψη της συλλογικής ικανότητας δημιουργίας νέων, ενδεχομένως αντιφατικών, αλλά πάντα ανοιχτών, θεσμών του κοινού.”
Στ. Σταυρίδης, 2015

Η συζήτηση που ανοίγει τελικά, με αφορμή το χώρο του στρατοπέδου είναι αυτή του αστικού δημόσιου χώρου. Η ουσιαστική πλευρά αυτού του διαλόγου όμως, δεν βρίσκεται τόσο στο υλικό του διακύβευμα, όσο στις ίδιες τις κοινωνικές διεργασίες και τους αγώνες που εκκινούνται από αυτό. Με άλλα λόγια το σημαντικό δεν είναι αν θα παραδοθεί και με ποιους όρους στο δήμο η τάδε ή η δείνα αδόμητη έκταση, αλλά πώς θα συναντηθούν οι άνθρωποι να συζητήσουν ισότιμα και να πράξουν αυτόνομα με εμπιστοσύνη στις δικές τους δυνάμεις και αξίες.

Με αυτή την έννοια τα κοινά που μας αφορούν αποτελούν ανάχωμα ενάντια στις σχέσεις της πατριαρχίας, του εθνικισμού, του κεφαλαίου, και οποιουδήποτε άλλου συστήματος καταπίεσης, διάκρισης και εξουσίας επιδιώκει να τα σφετεριστεί. Είναι αυτοί οι οικειοποιήσιμοι χώροι που λείπουν από την πόλη, οι χώροι έκφρασης και συνάντησης των μη ορατών κομματιών της: του μετανάστη, του εργάτη, των ανθρώπων που ζουν την ενδότερη πραγματικότητά της.

Μακρυά πολύ από αυτό το σκεπτικό, διακρίνουμε ότι η διεκδίκηση του στρατοπέδου Μαρκοπούλου -στο βαθμό που δεν εστιάζει στην, παράλληλη έστω, ανάπτυξη μιας αυτόνομης δυναμικής- εμφορείται από ένα φαντασιακό ζωής στο πρότυπο της ευρωπαϊκής αστικής ευταξίας, όπου η ζωή (και η δουλειά) κυλάει απρόσκοπτα και το αστικό πράσινο συμπληρώνει την εικόνα του διαχωρισμένου χρόνου και χώρου, προσφέροντας ένα ευπρόσιτο, ευχάριστο περιβάλλον για ψυχική ανάταση – παυσίπονο ακριβώς για μια τέτοια ζωή. Με το επιχείρημα του “ρεαλισμού”, τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα επαναπαύονται σε μια αμιγώς αιτηματική στάση απέναντι στις “αρμόδιες αρχές”, αποτυγχάνοντας να αμφισβητήσουν ένα θεμελιώδη διαχωρισμό: τη συνθήκη που λέει ότι η σχέση του καθενός με το περιβάλλον, φυσικό ή κοινωνικό -ακόμα και μεταφυσικό-, (πρέπει να) διαμεσολαβείται από τους επίσημους θεσμούς, κρατικούς ή εταιρικούς. Γι αυτό και προσδιορίζεται με συμβολαιογραφικούς όρους “δικαιωμάτων” (ποσόστωση αστικού πρασίνου, δικαίωμα στις διακοπές, στον καθαρό αέρα, στην εκπομπή ρύπων, στους καθαρούς δρόμους), και ανταποδοτικών “υποχρεώσεων” (φόροι, στρατός, πίστη στους νόμους).

Αυτό που μένει να μας συνδέει είναι η ιδιότητα μας ως “πολίτες”, δηλαδή ως υπηκόους. Έτσι η σχέση με το κράτος, αναπτύσσεται πάντα σε αντιδιαστολή στη σχέση με την “κοινότητα”.

Το πιο δύσκολο είναι να πούμε κάτι που προκαλεί το μυαλό ή τα συναισθήματα. Ίσως ο ίδιος ο λόγος να χάνει την βαρύτητά του, στην εποχή που “η πληροφορία μας κατακλύζει σαν κάποια εχθρική δύναμη”. Όπως το έθεσε και μια φίλη “όλα αυτά μοιάζουν τετελεσμένα”, όλα δηλαδή αναδίδουν την αίσθηση της αδυναμίας παρέμβασης σε αυτό που ζούμε. Εκεί ακριβώς έγκειται και η φοβερή ισχύ της παρούσας ρύθμισης. Μεταξύ άλλων σύγχρονων στοχαστών, το είπε και ο Berardi προτείνοντας την «κατανόηση της σημερινής κρίσης ως κάτι πιο θεμελιώδες από την οικονομική κρίση: πρόκειται για μια κρίση της κοινωνικής φαντασίας, και απαιτεί μια νέα γλώσσα για να την αντιμετωπίσει».

ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

κείμενο- κάλεσμα μαρκόπουλο

Είναι γνωστοί οι αγώνες των ανθρώπων της πόλης για την προώθηση της δημιουργίας ενός πάρκου στη θέση που βρισκόταν το στρατόπεδο Μαρκοπούλου. Παραστάσεις, διαμαρτυρίες, φεστιβάλ, ανακοινώσεις κ.λ.π. έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια ώστε να υποχωρήσει η δημοτική αρχή και να αποδεχθεί το καθολικό αίτημα για έναν ελεύθερο χώρο δίχως τσιμέντα.

Όμως ο κύριος Βάμβουκας και η παρέα του* με την προχθεσινή τους απόφαση για τσιμεντοποίηση του εν λόγω χώρου, απέδειξαν:

1ον ότι αδιαφορούν για τα αιτήματα των πολιτών,

2ον πως οι υποσχέσεις τους είναι προσωρινές υποχωρήσεις για λόγους τακτικής και όχι ειλικρινείς δεσμεύσεις και

3ον ότι δεν έχουν την πολιτική παιδεία για να κατανοήσουν και να τηρήσουν, τουλάχιστον, τα προσχήματα της δημοκρατίας.

Συγκεκριμένα, η πρόταση της δημοτικής αρχής και η απόφαση που ψηφίστηκε στις 17/7/18 μόνο από την παράταξη του Βάμβουκα, δεν είναι η διατήρηση 45 στρεμμάτων αδόμητων ως ελεύθερο χώρο-πράσινο και η δόμηση 8, αλλά η δόμηση σε όλη την έκταση των 53 στρεμμάτων. Δηλαδή θα έχουμε ένα οικόπεδο 53 στρεμμάτων με συντελεστή κάλυψης 15% και δόμησης 0,20 που σημαίνει ότι τα 53.000 μ² θα χτίζουν περίπου 8.000 μ² σε κάλυψη (ισόγεια) και 11.000 μ² συνολικά σε όλους τους ορόφους! Η επιφάνεια όλων των κτηρίων στο ισόγειο θα είναι 8.000 μ² και 11.000 μ² η συνολική. Ο υπόλοιπος χώρος σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί χώρο αστικού πρασίνου όπως τον εννοεί η νομοθεσία αλλά ακάλυπτο χώρο γύρω από κτίρια όπως αυτός που έχει ο κάθε πολίτης στο οικόπεδό του! **

Ο δήμαρχος κι οι αυλικοί του, αναίρεσαν τις 4 προηγούμενες αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου το οποίο, υπό την πίεση του κόσμου, ψήφισε ΟΜΟΦΩΝΑ την παραχώρηση του πάρκου στο δήμο, με στόχο τη δημιουργία αστικού πρασίνου. Ξαφνικά εν μέσω καλοκαιριού που οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται αθόρυβα προς αποφυγήν οποιουδήποτε πολιτικού κόστους, πρόεκυψε για το δήμαρχο η ανάγκη για μεγάλα κτίρια εκθέσεων, συνάθροισης κοινού και διοίκησης, χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων. Γιατί άραγε τέτοια έμμονη με την τσιμεντοποίηση και γιατί τέτοια βιασύνη και τέτοια ύπουλη μεθόδευση στην καρδιά τoυ καλοκαιριού; Ίσως ο δήμαρχος, βλέποντας να πλησιάζει το τέλος της θητείας του, βιάζεται να ‘’εξυπηρετήσει’’ κάποιους εργολάβους! Ίσως να μην έχει ταξιδέψει στην Ευρώπη για να έχει μια εικόνα για το τι σημαίνει πάρκο!

Επιπλέον, οι ανάγκες για κτίρια διοίκησης, σχολεία κ.λ.π. μια χαρά μπορούν να καλυφτούν από τα ήδη υπάρχοντα στην ιδιοκτησία του δήμου κτίσματα. Άσε που βλέποντας στην πόλη, τα παρατημένα -για χρόνια – κτίρια του δήμου, δε μας πείθουν ότι η έλλειψη σχολείων ή νηπιαγωγείων, για παράδειγμα, οφείλεται στην έλλειψη χώρων.

Το φοβερό όμως επιχείρημα του Βάμβουκα, οτι η εν λόγω απόφαση δε δεσμεύει το χαρακτήρα του χώρου κι ότι μπορούμε στο μέλλον (αν βαρεθούμε το πολύ πράσινο!) να αλλάξουμε τις χρήσεις, καθιστά σαφές ότι ο δήμαρχος υποτιμά τη νοημοσύνη όλων των δημοτών.

Επειδή, λοιπόν, δεν είμαστε ούτε αφελείς, ούτε πολιτικά αμόρφωτοι ώστε να επιτρέψουμε σε οποιαδήποτε εξουσία να μας εμπαίζει, κι επειδή κατανοούμε ότι το περιβάλλον ως δημόσιος χώρος κατέχει κεντρική σημασία στην εξέλιξη της κοινωνικής ζωής ενός τόπου, καλούμε σε μια συζήτηση για την οργάνωση της αντίστασης απέναντι σ’ αυτό το ξεπούλημα του περιβάλλοντος και των αγώνων μας:

ΠΕΜΠΤΗ 2/8 στις 19.00 στην κατάληψη ROSA NERA

*παρακολουθώντας το δημοτικό συμβούλιο είδαμε ότι, ενώ ο δήμαρχος βρισκόταν σε αντιπαράθεση με όλους τους δημοτικούς συμβούλους, αυτοί που τον στήριξαν δε μίλησαν, δεν επιχειρηματολόγησαν και ψήφισαν σιωπηλοί κι αφοσιωμένοι στον αρχηγό τους!

**βλέπε χανιώτικα νέα: Τελικά τι ψηφίστηκε για το στρατόπεδο Μαρκοπούλου; (Γιάννης Τσουκάτος αρχιτέκτων- μηχανικός)

Κατάληψη Rosa Nera

Δελτίο τύπου Πρωτοβουλίας Χανιωτών για το στρατόπεδο Μαρκοπούλου

Σήμερα που στην πόλη μας κλείσανε οι αλάνες και οι αυλές και σφραγίστηκαν οι πόρτες των ψηλοτάβανων καφενείων, η ύπαρξη ελεύθερων κοινωνικών χώρων επικοινωνίας, έκφρασης και δράσης αποτελεί μια αναγκαιότητα για την τοπική κοινωνία.

Μια πόλη που δεν είναι ανοιχτή (σε χώρους, ιδέες, και ανθρώπους) δεν μπορεί να είναι ελεύθερη. Κλειστά εσωτερικά σύνορα στην πόλη σημαίνει κλειστές ψυχές, κλειστά στόματα, κλειστές σχέσεις.

Η κατάληψη “Rosa Nera” πέρα και πάνω από τις πολιτικές συμφωνίες ή διαφωνίες μας, εδώ και σχεδόν έξι χρόνια είναι ριζωμένη στην χανιώτικη κοινωνία, μέσα από τη συμμετοχή της στα μικρά και μεγάλα κινήματα της πόλης μας, αλλά και από τις πολυπληθείς πολιτιστικές και κοινωνικές της δράσεις.

Επειδή θεωρούμε ότι μέρος της αξιακής συγκρότησης μιας τοπικής κοινωνίας είναι και το ενδιαφέρον της για την ύπαρξη χώρου έκφρασης του διαφορετικού, ακόμα και του ανυπάκουου προς την κυρίαρχη ιδεολογία πολίτη,

Επειδή επίσης, πιστεύουμε ότι χώροι για την στέγαση υπηρεσιών ή σχολών του πολυτεχνείου υπάρχουν διαθέσιμοι αρκετοί στην ιδιοκτησία της πολυτεχνειακής κοινότητας και μάλιστα έξω από το ταλαιπωρημένο κέντρο της πόλης μας,

Kαλούμε τους φορείς αυτής της πόλης να ασχοληθούν με τα πραγματικά προβλήματά της, όπως:

  • με την παραχώρηση και την μετατροπή σε πάρκο του στρατοπέδου Μαρκοπούλου (η Rosa Νera από την αρχή συμμετείχε στους αγώνες μας σε αντίθεση με το Πολυτεχνείο Κρήτης που είναι ο μοναδικός φορέας της πόλης μας που δεν πήρε θέση…)
  • με τον δραστικό περιορισμό των ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων και χώρων πρασίνου, οι οποίοι καταλαμβάνονται από ιδιώτες για να αναπτύξουν επιχειρηματικές δραστηριότητες
  • με την αναστήλωση και την πολιτιστική αξιοποίηση των εγκαταλελειμμένων στην τύχη τους νεωρίων
  • με την προστασία της παλιάς μας πόλης που έχει σχεδόν εξολοκλήρου καταληφθεί από τα μπαρ και την τουριστική βιομηχανία, χάνοντας συνεχώς τον χαρακτήρα και μαζί τους μόνιμους κατοίκους της
  • με το ερειπωμένο παλιό νοσοκομείο
  • με το οξύ κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης μας
  • και με τόσα άλλα και σημαντικά που αφορούν την βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας.

Η πρωτοβουλία Χανιωτών ως ένδειξη συμπαράστασης, καλεί τους πολίτες των Xανίων να συζητήσουμε για την προετοιμασία της 4ης γιορτής – διεκδίκησης του στρατοπέδου Μαρκοπούλου, στο χώρο της κατάληψης, την Πέμπτη 8 του Απρίλη στις 8 μ.μ.