Αλίμονο μου, σε τι λογής ανθρώπων….

Από την Κατάληψη Rosa Nera, στους τοίχους των Χανίων, ένα σπάραγμα τριών στίχων στην θάλασσα της Οδύσσειας:

Είναι η απόγνωση του κατακτητή όταν και αυτός θα βρεθεί στην θέση του κατατρεγμένου ναυαγού, όταν θα γίνει μια ακόμα τρομαγμένη ζωή σε κίνδυνο και αναζήτηση ασύλου.
Στην δημιουργική αλλά ακριβέστατη στο νόημα μετάφραση, θέλουμε να τονίσουμε την οικουμενικη αγωνία της αναζήτησης ασύλου, όπως εμφανίζεται για χιλιάδες χρόνια.
Γιατί, ακόμα, δεν έχει ξεπεραστεί ο πολέμος ως τρόπος επίλυσης του οικουμενικού οικονομικού και κοινωνικού ζητήματος, γιατί σε έναν κόσμο εκμετάλλευσης δεν έχουν ακόμα συγκροτηθεί διεθνείς θεσμοί αλληλοβοήθειας ανάμεσα σε όλες τις κοινότητες…
Η σύνδεση των τριών στίχων της Οδύσσειας με την τραγωδία αφορά τον τόπο που ζούμε, το εδώ και το τώρα: για την αφύπνιση μας ενάντια στο έγκλημα της εσκεμμένα δολοφονικής πολιτικής που οδηγεί σε ναυάγια, θάνατο και φυλάκιση των ζωών που βρίσκονται σε κίνδυνο στο Αιγαίο και αναζητούν άσυλο και ελευθερία της μετακίνησης.
Οι προειδοποίησεις της ιστορίας, είτε από το πρόσφατο είτε από το βαθύ παρελθόν, η ήττα ή η υποχώρηση των όποιων κατακτήσεων των αξιών και των κανόνων της αλληλοβοήθειας, μας υπενθυμίζουν πως όποιοι ανέχονται την βαρβαρότητα απέναντι στον αδύναμο Άλλο, την άρνηση ασύλου και την απαξίωση της ζωής είναι καταδικασμένοι να ξαναζήσουν την ιστορία και την βαρβαρότητα και στην δική τους σάρκα.
ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω ;
ἦ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
Οδύσσεια, Ραψωδία ζ’,
στίχοι 119 – 121
Αλίμονο μου, σε τι λογής ανθρώπων να έφτασα τη χώρα;
Να είναι άσπλαχνοι, άνομοι που το δίκαιο αψηφούν και την φιλοξενία;
να έχουν ψυχή και νου άραγε, φόβο των θεών
και νόμους ώστε να υποδέχονται με σεβασμό, τον ξένο που ναυάγησε;