Το Δεκέμβρη του 2020 η εταιρία Belvedere Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε, η οποία σχεδιάζει τη μετατροπή των τριών κτιρίων στο λόφο Καστέλι σε ξενοδοχειακό συγκρότημα, αποστέλλει στο Δήμο Χανίων και σε τοπικό διαπλεκόμενο ΜΜΕ μια σειρά απεικονίσεων της πρότασής της· σε μια προσπάθεια να πείσει την τοπική κοινωνία για την εν λόγω επένδυση. Η υλοποίησή της προϋποθέτει την αλλαγή του υπάρχοντος γενικού πολεοδομικού σχεδίου (Γ.Π.Σ), το οποίο δεν επιτρέπει ξενοδοχειακή μονάδα τέτοιας κλίμακας. Η εισήγηση της επιτροπής που έχει οριστεί απ’ τη δημοτική αρχή για την αλλαγή του χωροταξικού, ύστερα από κοινωνικές αντιδράσεις, διατηρεί τη χρήση της αμιγούς κατοικίας για το λόφο Καστέλι και πλέον περιλαμβάνει την “κοινωφελή χρήση” των τριών κτιρίων.
Ο Π. Σημανδηράκης έχει τοποθετηθεί ήδη στο πρόσφατο παρελθόν υπέρ του αυτοδιοίκητου του Πολυτεχνείου σε σχέση με την περιουσία που διαχειρίζεται, πράγμα το οποίο ουσιαστικά αποτελούσε θέση υπέρ της ξενοδοχοποίησης του Λόφου. Πλέον με τη δηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να τροποποιήσει κεντρικά τις προτάσεις των δήμων για το χωροταξικό, μπορεί δίχως κόστος να υποκρίνεται πως αφουγκράζεται το κοινωνικό ρεύμα για κοινωφελή χαρακτήρα των κτιρίων. Παράλληλα, όλο τον προηγούμενο καιρό βρίσκεται σε εν κρυπτώ διαδικασίες και τηλεδιασκέψεις με τη σύγκλητο, την Belvedere και τον -από διάφορα πόστα (ξενοδόχος,πρύτανης, υφυπουργός παιδείας)- πιο ένθερμο υποστηρικτή της επένδυσης Β. Διγαλάκη.
Η αλλαγή του Γ.Π.Σ. δεν αφορά, όμως, μόνο το λόφο Καστέλι. Για παράδειγμα, ο καθορισμός των χρήσεων γης και των συντελεστών δόμησης για το χώρο του στρατοπέδου Μαρκόπουλο και για το παραλιακό μέτωπο της Νέας Χώρας αποτελούν ζητήματα για τα οποία η «αρμόδια επιτροπή» καλείται να καταθέσει προτάσεις. Φυσικά τον τελευταίο λόγο σε όλα τα παραπάνω έχει το «αρμόδιο Υπουργείο». Πρόκειται, λοιπόν, για μία συζήτηση που μας αφορά όλους/ες. Μια συζήτηση στην οποία ως συνέλευση της κατάληψης Rosa Nera επιδιώκουμε με τις παρεμβάσεις και τους αγώνες να θέτουμε ανοιχτά: σε τι πόλη θέλουμε να ζούμε.
Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στην τοπική αυτοδιοίκηση που επί δεκαετίες- και με δική της ευθύνη- το κέντρο της πόλης έχει μετατραπεί σε ένα τουριστικό θέρετρο. Ένα ιστορικό κέντρο το οποίο προσλαμβάνεται ως τέτοιο μονάχα όσο είναι εμπορικά αξιοποιήσιμο. “Η ακρόπολη ή το μπαλκόνι των Χανίων” λογίζεται ως φιλέτο, τόσο από τους επενδυτές που καιροφυλακτούν την υποτίμηση των μισθώσεων γης, όσο και από τους ιδιοκτήτες και το πολιτικό προσωπικό, κοινοβουλευτικό ή δημοτικό. Η τουριστικοποίηση ολόκληρων οικιστικών ζωνών, όπως ήταν κάποτε η παλιά πόλη έχει κάνει ορατές τις συνέπειές της. Η μόνιμη κατοίκηση είναι αραιή από την αύξηση των ενοικίων, οι δημόσιοι χώροι καταλαμβάνονται από επιχειρήσεις, ενώ δημιουργούνται αποκλεισμοί σε όσους δεν έχουν τη δυνατότητα κατανάλωσης ή δεν επιλέγουν να περιηγηθούν μέσα στο θεματικό πάρκο διασκέδασης. Αντιθέτως για μεγάλο μέρος του πληθυσμού που εργάζεται στην τουριστική ζώνη αποτελεί ένα χώρο υποτιμημένης εργασίας, υπερωριών, και κατά μεγάλο μέρος μαύρης εργασίας, αν όχι εξ ολοκλήρου.
Για το λόφο Καστέλι
Κατά συνέπεια στη παρούσα συνθήκη τίθεται το ερώτημα αν το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να προασπίσει την ιστορικότητα των χώρων και τον δημόσιο χαρακτήρα μέσω του πολεοδομικού σχεδιασμού. Στον αντίποδα από την δεκαεξάχρονη εμπειρία του συλλογικού εγχειρήματος Rosa Nera αποδεικνύεται ότι η ιστορικότητα και ο δημόσιος χαρακτήρας διασφαλίζεται: από την ελεύθερη πρόσβαση στους χώρους, από την ισότητα σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, από την φροντίδα για την συλλογική μνήμη (είτε συντηρώντας το κτίριο, είτε αναδεικνύοντας πτυχές των παραλειπόμενων της τοπικής ιστορίας περασμένες στη λήθη).
Η πιο πρόσφατη πρόταση για τα κτίρια στο λόφο που αναδείχθηκε από τον κόσμο της κυριαρχίας και της αντιπροσώπευσης είναι η εξής:
“Κόμβος Εκπαίδευσης, Τεχνολογίας και Καινοτομίας“. Πέραν του γεγονότος πως πρόκειται για ξαναζεσταμένο φαΐ (αφού από την εποχή της μεταφοράς της Αρχιτεκτονικής Σχολής στα Κουνουπιδιανά είχε εμφανιστεί στον δημόσιο διάλογο για το κτήριο της Γαλλικής Σχολής) ας εξετάσουμε την πραγματική της κοινωνική ωφέλεια.
“Τεχνολογικό Κέντρο, με τη δημιουργία μηχανισμού υποστήριξης και παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες υψηλής τεχνολογίας” ή για να το κάνουμε πιο λιανά, απλήρωτη εργασία φοιτητών, μεταπτυχιακών και λοιπών “εθελοντών πρακτικάριων” σε εταιρικά projects που καμία σχέση δεν έχουν με τις ανάγκες του τόπου ή τα ίδια τα ενδιαφέροντα των φοιτητών. Το ίδιο ακριβώς μη κοινωφελές πνεύμα διακρίνει και το “Γραφείο Υποστήριξης και Επιταχυντή Νεοφυών Επιχειρήσεων”, λες και δεν έχουμε δει πού κατέληξαν οι προηγούμενες εφαρμογές αυτής της ιδέας παγκοσμίως. Το ποσοστό των ανθρώπων που “έπιασαν την καλή” ή ακόμα και κατάφεραν να αυτοσυντηρηθούν μέσα από τα κάθε λογής “φυτώρια νεοφυούς επιχειρηματικότητας” είναι πολύ κοντά σε αυτό των ανθρώπων που έπιασαν το ΛΟΤΤΟ. Οι υπόλοιποι (και μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους) δούλεψαν και δουλεύουν σαν σκλάβοι για τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες στις “παιδικές χαρές” τους, χωρίς καν να έχουν δικαιώματα στα τμήματα του λογισμικού που γράφουν ακόμα και στον “ελεύθερό τους χρόνο”, αφού σύμφωνα με τα συμβόλαια που έχουν υπογράψει κάθε κομματάκι κώδικα που παράγουν ανήκει στην εταιρεία.
Είναι πασίγνωστο επίσης ότι οι “τεχνολογικοί κολοσσοί” που φαντασιώνεται να προσελκύσει το “Τεχνολογικό Κέντρο” όχι μόνο δεν πληρώνουν φόρους, αλλά όπου εγκαθίστανται διαρρηγνύουν συστηματικά τον κοινωνικό ιστό. Το παράδειγμα του Σαν Φρανσίσκο και των αγώνων των κατοίκων να παραμείνουν στην πόλη είναι πραγματικά βγαλμένο από την πιο εφιαλτική δυστοπία. Η πρόταση όμως γίνεται ακόμα πιο απωθητική με την “Κοινωνική Καινοτομία” που ευαγγελίζεται. Η διαχρονική απουσία των φορέων (Πολυτεχνείο, Περιφέρεια και Δήμος) σε σχέση με την αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων (όπως των “αόρατων” άστεγων της πόλης) ή κοινωνικών περιβαλλοντικών ζητημάτων (ΑΒΕΑ, Στρατόπεδο Μαρκοπούλου, βιομηχανικές Α.Π.Ε) το μόνο καλό που προσφέρει είναι ότι πυροδοτεί κάποιες φορές τους τοπικούς κοινωνικούς αγώνες.
Για το στρατόπεδο Μαρκόπουλου
Όσον αφορά στο στρατόπεδο Μαρκοπούλου, το οποίο ήδη έχει περάσει στη δικαιοδοσία του δήμου Χανίων από το υπουργείο αμύνης, ύστερα από χρόνιους αγώνες διεκδίκησης των κατοίκων της περιοχής με τη συμπαράσταση του τοπικού κινήματος, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε λίγα πράγματα που θεωρούμε σημαντικά. Το αίτημα για ένα χώρο πρασίνου, ένα πάρκο που θα έχει δημόσιο χαρακτήρα (δηλαδή θα αποτελεί τόπο συνάντησης των ανθρώπων της πόλης), δεν μπορεί να συμπλέει με ένα χώρο πρασίνου που θα εμπεριέχει ήπια ή εντατικότερη εμπορική εκμετάλλευση. Αφενός γιατί αυτοί οι οποίοι αποφασίζουν για τις ζωές μας δεν μπορούν να εγγυηθούν τα όρια της εμπορευματοποίησης οποιουδήποτε χώρου, καθώς αποτελούν οργανικό τμήμα και γραφειοκρατικό βραχίονα των μεγάλων ή μικρότερων επενδυτών που αδηφάγα ψάχνουν για επέκταση των κερδών τους· αφετέρου γιατί η παραδοχή ότι για να υπάρξει ένας δημόσιος χώρος πρασίνου στην πόλη, το πρώτο που οφείλουμε να εξετάσουμε είναι το πώς θα είναι οικονομικά βιώσιμος (με ότι αυτό συνεπάγεται) ξεσκεπάζει απ’ τη μια τις κερδοσκοπικές προθέσεις των σχεδιαστών κι απ’ την άλλη προβάλλει την πιο χυδαία στάση απέναντι στο φυσικό περιβάλλον.
Ο μόνος κρίσιμος παράγοντας που μπορεί αποτελεσματικά να θέτει όρια στα σχέδια κερδοφορίας ακόμα κι όταν αυτά υιοθετούν “πράσινα”, “οικολογικά” ή και “κοινωνικά ευαίσθητα” χαρακτηριστικά είναι οι κοινοί τοπικοί αγώνες της κοινωνικής και εργατικής βάσης , η οποία έχει ανάγκη για ελεύθερους από το εμπόρευμα δημόσιους χώρους που αναβαθμίζουν τον κοινωνικό μισθό και την ποιότητα της ζωής της.
Από μεριά μας, παραμένει η πρότασή μας για την προάσπιση και επέκταση των αυτοδιαχειριζόμενων ελεύθερων δημόσιων χώρων που θα αποτελούν ζωντανά κύτταρα της πόλης και θα ευνοούν τη συμμετοχή όλων σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Παράλληλα στηρίζουμε κι εκφραζόμαστε μέσα από κάθε αγώνα διεκδίκησης με ανοιχτές ισότιμες διαδικασίες.