Μια ακόμα συναυλία σε διοργάνωση της Μουσικής Αμηχανίας την Παρασκευή 29 Νοεμβρίου στις 10 το βράδυ.
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση της Μ.Α. :
Από τη Μπολόνια με αγάπη, ο Τόντο είναι ένας άνθγωπος μπάντα που έπαιξε post-punk-noise με ακουστικό drumset, ζωντανή ηλεκτρονική και φωνητικά. Αλλιώς, εξοργισμένα χτυπήματα και χωρίς νόημα κραυγές, με εφφέ, ημίγυμνος.
Με αφορμή την ανθολογία “Rebellious Mourning“, ένα συλλογικό έργο που πραγματεύεται τον θρήνο και την εξέγερση και κυκλοφόρησε από την AK Press το 2017 συζητάμε αυτά τα δύο θέματα και την αλληλεπίδρασή τους.
Την Κυριακή 1 Δεκέμβρη στις 7:30 μ.μ. με την ανθολόγο του βιβλίου Cindy Milstein.
“This intimate, moving, and timely collection of essays points the way to a world in which the burden of grief is shared, and pain is reconfigured into a powerful force for social change and collective healing.”—Astra Taylor, author of The People’s Platform
We can bear almost anything when it is worked through collectively. Grief is generally thought of as something personal and insular, but when we publicly share loss and pain, we lessen the power of the forces that debilitate us, while at the same time building the humane social practices that alleviate suffering and improve quality of life for everyone. Addressing tragedies from Fukushima to Palestine, incarceration to eviction, AIDS crises to border crossings, and racism to rape, the intimate yet tenacious writing in this volume shows that mourning can pry open spaces of contestation and reconstruction, empathy and solidarity. With contributions from Claudia Rankine, Sarah Schulman, David Wojnarowicz, Leanne Betasamosake Simpson, David Gilbert, and thirty-two others. Also includes a 32-page color insert featuring artists like Jet Chalk, Oree Originol, Melanie Cervantes and Jesus Barraza, and more.
Cindy Milstein is the author of Anarchism and Its Aspirations, co-author of Paths toward Utopia: Graphic Explorations of Everyday Anarchism, and editor of the anthology Taking Sides: Revolutionary Solidarity and the Poverty of Liberalism.
More Praise for Rebellious Mourning
“A primary message here is that from tears comes the resolve for the struggle ahead.”—Ron Jacobs, author of Daydream Sunset
“Rebellious Mourning uncovers the destruction of life that capitalist development leaves in its trail. But it is also witness to the power of grief as a catalyst to collective resistance.”—Silvia Federici, author of Caliban and the Witch
“In a time when so many lives are considered ungrievable (as coined by Judith Butler), grieving is a politically necessary act. This evocative collection reminds us that vulnerability and tenderness for each other and public grievability for life itself are some of the most profound acts of community resistance.” —Harsha Walia, author of Undoing Border Imperialism
“Our current political era is filled with mourning and loss. This powerful, intimate, beautiful book offers a transformative path toward healing and resurgence.” —Jordan Flaherty, author of No More Heroes: Grassroots Challenges to the Savior Mentality
“The great Wobbly agitator, Joe Hill, famously told us, “Don’t mourn, organize!” But he was talking about the loss of hope and confidence that we can contribute to the struggles for justice, that it is a way of life, a culture of resistance. These essays by some of the most dedicated organizers among us today show that honoring and remembering—yes, mourning—actually strengthens our solidarity and vision. Cindy Mil- stein has created an essential and dynamic work.” —Roxanne Dunbar-Ortiz, author of An Indigenous Peoples’ History of the United States
“Grief is often regarded as one of those ‘negative emotions’ we simply have to ‘get through.’ But can it also be a process of sharing and learning, motivating us to make the world a better place? This book’s answer is a resounding yes!” —Gabriel Kuhn, author of Playing as If the World Mattered: An Illustrated History of Activism in Sports
“Political organizers, whose lives are devoted to ending the injustice that causes inordinate grief in others, too often dismiss our own grief as shameful or self-indulgent. But this beautiful collection of essays is a clarion call to turn and face the truth of our own sorrow—and its power, as editor Cindy Milstein writes, to “open up cracks in the wall of the system.” Here, thinkers, organizers, and artists, from Ferguson to Appalachia to Fukushima to Oaxaca to maximum-security prisons, share their lives, their work, and the various ways in which acknowledging grief—that unavoidable leveler of souls—can allow despairing, isolated peoples to rise together as one.” —Susie Day, author of Snidelines: Talking Trash to Power
“This groundbreaking anthology offers access to diverse experiences of what it feels like to grieve for those we’ve lost, within the context of all-too-often-deadly systems of global hegemonic control…. Rebellious Mourning represents an indispensable road map by which those of us grieving many kinds of losses might find our way back to generative struggle, during a time when the Left so urgently needs new sites for building connection.” —Kathleen McIntyre, editor of The Worst
“Like songs of sorrow sung together, or laughing in pain and survival around a campfire, this book leaves us whole, grounded, ready for movement, as grief shared in connection should.” —Cindy Crabb, author of Learning Good Consent: On Healthy Relationships and Survivor Support
Τις τελευταίες εβδομάδες παρακολουθούμε την προσπάθεια της ακροδεξιάς κυβέρνησης της ΝΔ να τρομοκρατήσει όποιον/α τολμήσει να αγωνιστεί ενάντια στη νέα πραγματικότητα που επιφυλάσσει στον κόσμο της εργασίας και τους πρόσφυγες (τώρα αλλά και μελλοντικά). Το ελληνικό κράτος, το οποίο από τις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού πέταξε το “αριστερό-φιλανθρωπικό” του προσωπείο, εφαρμόζει μια συντονισμένη και σε όλα τα επίπεδα καταστολή. Πρόσφυγες, μετανάστες και αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας που δρουν στην κατεύθυνση της ισότητας, της αλληλεγγύης και της αυτοοργάνωσης, δέχονται απειλές και επιθέσεις από την αστυνομία.
Το μεγαλύτερο έγκλημα των καιρών μας.
Οι κρατικοί ανταγωνισμοί από την τελευταία καπιταλιστική κρίση κι έπειτα έχουν οξύνει τα πολεμικά μέτωπα, με πιο γνωστό αυτό στα εδάφη της Συρίας. Η λύση για την συνέχεια της κερδοφορίας του κεφαλαίου θα περάσει πάνω από τα σώματα εκατομμυρίων ανθρώπων. Κι όποιος επιβιώσει. Τα ευρωπαϊκά κράτη που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα (η Ελλάδα συμμετέχει με τους νατοϊκούς συμμάχους της) σε αυτό το νόμιμο έγκλημα, αντιμετωπίζουν την προσφυγιά ως εισβολή, ενώ ταυτόχρονα εκμεταλλεύονται φθηνή μεταναστευτική εργασία. Οι κατακτήσεις του ασύλου παραβιάζονται και η προσπάθεια του ανθρώπου να κινηθεί σε μέρος που δεν κινδυνεύει αντιμετωπίζεται ως «παράβαση», έτσι ώστε να νομιμοποιείται ο κάθε μπάτσος να τον κλείσει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η υιοθέτηση αυτής της ακροδεξιάς πολιτικής αφ’ ενός επιχειρεί να ξεπλύνει κοινωνικά τους δολοφόνους κι αφ’ ετέρου να τους ορίσει ως προστάτες της “κοινωνικής ειρήνης”.
Πρόσφυγες-καταλήψεις-ζωή με αξιοπρέπεια.
Τα υγιή κομμάτια αυτής της κοινωνίας εδώ και 8 χρόνια έχουν εντείνει τη δημιουργία δικτύων αλληλοβοήθειας με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που έρχονται από εμπόλεμες ζώνες ή και κατεστραμμένες οικονομίες των λεγόμενων ηττημένων κρατών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό στίβο. Μας λένε πως δεν μπορούμε να ζήσουμε όλοι/ες αξιοπρεπώς. Κάποιοι πρέπει να δολοφονηθούν κι άλλοι να αργοπεθαίνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή μέσα ,σε εξευτελιστικές συνθήκες εργασίας. Άλλοι άστεγοι κι άλλες κάνοντας δυο δουλειές για να καλύψουν τα έξοδα του ενοικίου, των λογαριασμών και της τροφής τους. Οι καταλήψεις στέγης στην Αθήνα αλλά και αλλού ήταν μια πρώτη απάντηση του κόσμου της αλληλεγγύης στις πιο ευάλωτες ζωές απέναντι στη κρατική βαρβαρότητα.
Δεν αγωνιζόμαστε μονάχα από κάποιου είδους φιλευσπλαχνία. Στα μάτια των εξαθλιωμένων παιδιών βλέπουμε και το δικό μας μέλλον, το οποίο όσο ο μιλιταρισμός κι ο καραβανάδικος λόγος κερδίζει έδαφος φέρνει τον πόλεμο πιο κοντά. Η φροντίδα των προσφύγων και των μεταναστών μέσα στον κοινωνικό ιστό έχει πολλά να μας διδάξει. Από προσωπικές μαρτυρίες έχουμε να μάθουμε που οδηγεί η όξυνση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, των εθνικισμών, του πολέμου. Στις καταλήψεις, η συνάντηση κι η φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ των προσφύγων/μεταναστριών με εμάς τους ντόπιους παίρνει σάρκα και οστά. Οι ζυμώσεις που προκύπτουν δίνουν μια δυνατότητα κοινής οργάνωσής μας απέναντι στα ντόπια αφεντικά και τους μπάτσους τους, αλλά και στην καθημερινότητα όπου ασφυκτιούμε, από διαφορετικό μετερίζι φυσικά. Κι όσο δύσκολες κι αν είναι οι συνθήκες διαβίωσης στις καταλήψεις, παραμένουν σαφέστατα πιο ανθρώπινες από τις κρατικές φυλακές με την επωνυμία “κέντρα φιλοξενίας”.
Οι καταλήψεις, το ξύλο στους φοιτητές κι ο κόσμος του αγώνα.
Οι καταλήψεις στην Ελλάδα, από την ιστορική τους γέννηση αποτελούν κοινότητες αγωνιζόμενων νεολαίων, ντόπιων και μεταναστών εργατών κι εργατριών. Με προσωπικό κόπο και μακριά από εμπορικές και κομματικές λογικές αυτοοργανώνουν μέχρι σήμερα τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Αποτελούν στόχο της καταστολής, καθώς αμφισβητούν έμπρακτα την ατομική ιδιοκτησία και προτάσσουν τους κοινούς τόπους απέναντι στον κρατικό έλεγχο. Είναι χώροι αντιφασιστικοί και συμμετέχουν ενεργά στα κοινωνικά κινήματα στην κατεύθυνση οικοδόμησης μιας κοινωνίας ισότητας κι ελευθερίας, χωρίς ταξικούς, φυλετικούς κι έμφυλους διαχωρισμούς. Είτε πρόκειται για μια ολιγοήμερη είτε για μια μακρόχρονη κατάληψη, η επίθεση του “υπουργείου προστασίας του φραγκάτου πολίτη” δεν στοχεύει απλώς να εκκενώσει κτίρια. Επιχειρεί να εγκαθιδρύσει ένα αίσθημα φόβου απέναντι σε όσους/ες αρνούνται να χωνέψουν ότι κοστολογούν τη ζωής μας στα 600 ευρώ το μήνα. Ο «νόμος και η τάξη» τους αφορά τη φυλάκιση προσφύγων, τα γκλοπ και τα δακρυγόνα των μπάτσων στους φοιτητές, τις προσαγωγές (με γδύσιμο των προσαχθέντων) ακόμα και από μπαρ και σινεμά. Οι πρόσφατες εκκενώσεις καταλήψεων στέγης προσφύγων και η επίθεση της αστυνομίας στους φοιτητές της ΑΣΣΟΕ τις ημέρες που διοργανώνονταν οι συνελεύσεις για την πορεία της 17 Νοέμβρη αποτέλεσαν μια πρώτη δήλωση όσων έπονται από πλευράς εξουσίας. Το τελεσίγραφο των 15 ημερών να αδειάσουν οικειοθελώς οι καταλήψεις είναι το κερασάκι στην τούρτα της έπαρσης μιας ακροδεξιάς που ταΐζει με εκκενώσεις και ξύλο το ρατσιστικό της ακροατήριο.
Οι απαντήσεις μας θα δοθούν στους δρόμους και στους χώρους δουλειάς.
Ένα ισχυρό ανάχωμα στη μπατσοκρατία και την κρατική τρομοκρατία πρέπει να είναι άμεση προτεραιότητα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου. Η προστασία των προσφύγων και των καταλήψεων αλλά και οι διεκδικήσεις για αύξηση του μισθού με ταυτόχρονη μείωση των ωρών δουλειάς πρέπει να συμπλέουν, ώστε να συσπειρώνουν τα χαμηλά στρώματα ενάντια στην εξαθλίωση και την εντατικοποίηση που επιβάλλουν οι επενδυτές, τα αφεντικά και το κράτος τους. Σε αυτό τον αγώνα δεν πρέπει ούτε λεπτό να μας διαφεύγει πως όσο αντιστεκόμαστε στη κανονικότητα της υποταγής στο εσωτερικό, τόσο υποσκάπτουμε τα πολεμικά σχέδια του ελληνικού κράτους και των συμμάχων του στο εξωτερικό.
Καλούνται όσοι εκμεταλλεύονται εργασία να αυξήσουν τους μισθούς κατά 200%, μειώνοντας αναλόγως τα ωράρια ή να προχωρήσουν στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που κατέχουν κλέβοντας τον ανθρώπινο μόχθο.
Καλούνται επίσης να παραιτηθούν άμεσα από κάθε πολιτική ιδιότητα όσοι παρανόμως παραβιάζουν τις διεθνείς συνθήκες προστασίας των προσφύγων δολοφονώντας τους, φυλακίζοντας και απαγάγοντας ακόμα και παιδιά για να τα κλείσουν σε απάνθρωπα κλειστά κέντρα κράτησης χωρίς πρόσβαση στην υγεία και την παιδεία.
Καλούνται όσοι απελαύνουν πρόσφυγες να εγκαταλείψουν τη χώρα και να παραδώσουν τις αρμοδιότητες για την προστασία των προσφυγικών ζωών στα διεθνή κινήματα αλληλεγγύης.
Η προθεσμία για την υλοποίηση των εντολών είναι 15 ημέρες από την δημοσίευση της παρούσης στον τύπο. Αλλιώς δεν θα τα πάμε καλά… γλυκά το λέμε.
Ραντεβού στους δρόμους.
Συνέλευση Αλληλεγγύης σε Καταλήψεις και Πρόσφυγες ΤΟΠΟΣ: ΚΑΤΑΛΗΨΗ ROSA NERA, ΛΟΦΟΣ ΚΑΣΤΕΛΛΙ, ΧΑΝΙΑ