Δεν υπάρχει στέγη στα Χανιά

“Δεν υπάρχει στέγη στα Χανιά”. Μια καθημερινή φράση που συνοψίζει μια υπαρκτή κατάσταση, ενώ συγχρόνως δεν καταφέρνει να ανοίξει μια συζήτηση σε βάθος. Φοιτητές, μετανάστες και εσωτερικά μετακινούμενοι εργαζόμενοι δεν έχουν πρόσβαση σε σπίτι με λογικές τιμές ενοικίων. Ταυτόχρονα, πρόσφυγες και άστεγοι δεν έχουν πρόσβαση ούτε σε στοιχειώδεις υποδομές πρόνοιας. Η ανενόχλητη επέλαση του τουριστικού έναντι του αστικού χαρακτήρα της πόλης, καταλήγει σε θάλασσες τουριστών, θάλασσες τραπεζοκαθισμάτων, ακραία προσφορά φολκλόρ εμπορευμάτων και μια τουριστική θεαματοποίηση των πάντων. Και ποιος θα πάει κόντρα στην ανάπτυξη, και μάλιστα την τουριστική, που θεωρείται στην Ελλάδα μια από τις πιο αποδοτικές μορφές της; Σε ποιανού τα αυτιά μπορεί να φτάσει μια ιδέα ευημερίας χωρίς -ή καλύτερα ενάντια στην- ανάπτυξη και τελικά τί αντανακλαστικά επικαλείται; Σε ποιό πλαίσιο μπορεί να τεθεί αυτό το λίγο ή πολύ τετριμμένο ζήτημα; Έτσι ώστε να μην φαντάζει το ζήτημα της στέγης, του βιοπορισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού, τόσο απροσπέλαστο; Και τελικά να μας οδηγει σε θεωρίες και πρακτικές χρήσιμες και πραγματικές ως προς την καθημερινή μας ζωή;

Το στεγαστικό πρόβλημα δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο και συνδέεται άμεσα με τις αλλαγές στην Οικονομία. Στον καπιταλισμό, η καταστροφή κοινωνικών σχέσεων και η αντικατάστασή τους από νέες αποτελεί δομικό στοιχείο. Παρατηρείται αποκλεισμός, όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού, από μια αξιοπρεπή και βιώσιμα κοστολογημένη κατοικία. Οι επιθετικές κρατικές πολιτικές των τελευταίων ετών (αύξηση φόρων ακινήτων, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας), σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανεργία και την φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας, οδηγούν στην απώλεια στέγης και στον αποκλεισμό από το δημόσιο χώρο και την κοινωνική ένταξη.

Το κράτος, ενώ έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην διαμόρφωση αυτής της κατάστασης, καλείται τώρα να την διαχειριστεί ως πρόβλημα. Οι διάφορες υπηρεσίες πρόνοιας, τα πολλά και διαφορετικά επιδόματα και οι υπηρεσίες ασύλου είναι κάποια από τα εργαλεία που του επιτρέπουν να έχει πρόσβαση στην διαχείριση αυτού του πληθυσμού, που το ίδιο έχει θέσει στο περιθώριο. Έχοντας αποποιηθεί το ρόλο του ως κράτος πρόνοιας, έχει εκχωρήσει εργολαβικά αυτήν την διαχείριση στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Κατά συνέπεια, οι άστεγοι αντιμετωπίζονται με το κριτήριο παράτασης της ζωής – χωρίς αξιοπρέπεια και χωρίς προοπτικές. Ακόμα και ο ορισμός του άστεγου στην Ελλάδα (Νόμος 4052/2012) δεν περιλαμβάνει μετανάστες χωρίς χαρτιά, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε. (FEANSA- European Federation of National Organizations working with the Homeless). Ειδικότερα στον δήμο Χανίων η μόνη δομή που υπάρχει είναι το καταφύγιο αστέγων, με περιορισμένο αριθμό θέσεων και ωράριο λειτουργίας 19:00-08:00. Το υπνωτήριο λειτουργεί έκτακτα, όλο το 24ώρο, μόνον όταν το θερμόμετρο φτάσει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου ή πνίγεται ο τόπος. Με λίγα λόγια, δημιουργείται κατ’ εξαίρεση αυτή η συνθήκη μόνον σαν αντιμετώπιση της αύξησης της πιθανότητας απώλειας ζωής ή βαριάς ασθένειας.

Η διαχείριση αυτή όμως περιλαμβάνει και τους μετανάστες, με ή χωρίς χαρτιά. Οι πρώτοι, βιώνοντας τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό, αδυνατούν να έχουν πρόσβαση σε αξιοπρεπείς συνθήκες στέγασης και ένταξης, ενώ η εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης από τα ντόπια αφεντικά υποβαθμίζει περαιτέρω το βιοτικό τους επίπεδο. Οι δεύτεροι ζουν υπό τον διαρκή φόβο να μην περάσουν εξάμηνα σε κρατητήρια, ή ακόμα και έγκλειστοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης του ελληνικού κράτους, δηλαδη αόρατοι και στο φάσμα της παρανομίας. Η “στέγαση” των εργατών γης σε αποθήκες και θερμοκήπια των αφεντικών εξακολουθεί, εργαζόμενοι μετανάστες συνεχίζουν να μένουν δέκα δέκα σε τρώγλες, και οικογένειες πηγαινοέρχονται μεταξύ ανύπαρκτων δομών φιλοξενίας.

Ωστόσο, το ζήτημα της αστεγίας αφορά ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της στεγαστικής επισφάλειας και των εξώσεων, με τα ακραία ποσά που ζητούνται για ενοίκια και γενικά με την έλλειψη διαθέσιμων βιώσιμων επιλογών κατοίκησης. Οι κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονται υπό καθεστώς συνεχούς επισφάλειας είναι οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, οι φοιτητές και οι άνεργοι, που το μόνο που τους διαχωρίζει από αυτούς που βρίσκονται τελεσίδικα άστεγοι, είναι τα προνόμια που τους παρέχει η μπλε ταυτότητα του Έλληνα πολίτη – κι οι κοινωνικές σχέσεις που έχουν αναπτύξει στη νηνεμία αυτών των προνομίων. Πλην όμως, το ζήτημα της επισφαλούς στέγασης αφορά όλους μας και όποια επιδόματα μάς προσφέρει κατά καιρούς η κρατική διαχείριση, δεν είναι παρά, στην καλύτερη περίπτωση, η ελάχιστη επιστροφή όσων έχουν κλαπεί, αφού η στέγη, το νερό και το ρεύμα θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτα κοινωνικά αγαθά.

Ένας ακόμη παράγοντας που συντελεί στο στεγαστικό πρόβλημα στην πόλη των Χανίων (και όχι μόνο, απλώς εδώ είναι ιδιαίτερα οξυμένο), είναι η δυνατότητα που παρέχεται στην μικρή ιδιοκτησία να μισθώνει βραχυπρόθεσμα τα οικήματά της σε τουρίστες -ως ένας άλλος ξενοδοχειακός πόλος- αποκομίζοντας διπλάσια και τριπλάσια κέρδη σε σύγκριση με την μακροχρόνια ενοικίασή τους.

Η μικροϊδιοκτησία έχει μια ιδιαίτερη θέση στο ζήτημα κατανομής του πλούτου της ελληνικής πόλης. Ιστορικά, το φαινόμενο της αντιπαροχής έδωσε τον παλμό στην ελληνική αστικοποίηση και στο βαθμό που αναλογεί στον κατασκευαστικό κλάδο και στην εκβιομηχάνιση της Ελλάδας. Δηλαδή, τόσο του νεωτερικού Ελληνικού κράτους, πολιτικά – ενός “φτωχού εταίρου” που πάσχιζε να εξευρωπαϊστεί, όσο και του Ελληνικού έθνους, κοινωνικά – ενός λαού που είχε εν πολλοίς αγροτικές καταβολές και όδευε στον αβέβαιο μοντερνισμό. Με την ανάδυση μιας πλεγματικής δομής μικρών κατασκευαστικών εταιρειών, ο κάθε ιδιοκτήτης μιας προνεωτερικής κατοικίας στην πόλη, απέκτησε τη δυνατότητα να τους την παραδώσει για να σηκώσουν στη θέση της μια πολυκατοικία, μένοντας ο ίδιος με τρία-τέσσερα διαμερίσματα, που συνήθως προορίζονταν για τους κληρονόμους της πυρηνικής του οικογένειας. Στον εργολάβο έμενε να πουλήσει τα υπόλοιπα διαμερίσματα, στο κύμα της αστικοποίησης: είτε σε ανερχόμενους μεσοαστούς που ήταν ή έρχονταν στις πόλεις να δουν τί γίνεται, είτε σε πρώην αγρότες που ήρθαν με το ζόρι, υπό τις κάννες του “εθνικού” στρατού με τις μετεμφυλιακές αναγκαστικές μετακινήσεις. Όλοι αυτοί μαζί, πραγματοποίησαν το φαντασιακό του εκσυγχρονισμού με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Το κράτος ενορχήστρωσε το πέρασμα στην “ευδαιμονία της Δύσης”, δια της συνειδητής του απουσίας από την ευθύνη της πολεοδόμησης, εφαρμόζοντας μόνο μια σειρά από διατάξεις όπως η επέκταση των ορίων πόλης και η αύξηση του συντελεστή δόμησης, που “έκλειναν το μάτι” στην μικρή ιδιοκτησία.

Τώρα, με την μαζικοποίηση του AirBnb και συναφών υπηρεσιών, αναδύεται ένα φαινόμενο αντίστοιχο και υπό κάποιο πρίσμα, ιστορικά συνεχές με αυτό της αντιπαροχής, κατά το οποίο οι σημερινοί μικροϊδιοκτήτες επιδιώκουν κάποιο κομμάτι απ’ τη μεγάλη τούρτα του τουρισμού.

Όποια θέση όμως κι αν έχει κανείς για τη μικρή ιδιοκτησία, η γενίκευση της βραχυπρόθεσμης μίσθωσης διαταράσσει τις αξίες της ακίνητης περιουσίας και πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο εντός του οποίου γίνεται εφικτή, δηλαδή στην λεγόμενη “οικονομία του διαμοιρασμού”. Στο πλαίσιο της, που λειτουργεί αποκλειστικά μέσω διαδικτύου και βασίζεται στην κοινή χρήση αγαθών που μπορεί να χρησιμοποιούνται μερικώς (π.χ. σπίτια με διαμονή, αυτοκίνητα με διαμοιρασμό των εξόδων ή με αμοιβή για την κούρσα) αναδύεται ένα νέο βιοπολιτικό μοντέλο. Πέρα από τα big data και τις πλατφόρμες αγορών, η ψηφιοποίηση διαταρράσει την ολότητα της ζωής. Μετατρέποντας το σπίτι σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών, πραγματοποιείται μια επιπλέον εξαγορά των μικροϊδιοκτητών από τις εν λόγω πλατφόρμες, μια εξαγορά που στηρίζεται στην ευκολία αναζήτησης πελατών και την υπόσχεση ενός κέρδους από “κάτι που κάθεται”. Περιορίζοντας την οπτική τους στο εύκολο χρήμα, οι μικροϊδιοκτήτες χάνουν -ή αδιαφορούν εντελώς για- την μεγαλύτερη εικόνα που αναδύεται όταν το φαινόμενο αυτό μαζικοποιείται: την “αποστείρωση” της γειτονιάς τους, τη διάλυση των σχέσεων γειτνίασης εντός των οποίων είχαν μεγαλώσει, τον εκτοπισμό των λιγότερο προνομιακών στρωμάτων και γενικά έναν κοινωνικό κανιβαλισμό που οδηγεί σε μια αντίστοιχη καταστροφή με αυτήν της αντιπαροχής, αυτή την φορά όχι στο τοπίο της πόλης αλλά στις ίδιες τις σχέσεις του κοινωνικού ιστού της.

Σημαντική είναι και η διαμεσολάβηση της μικρο-επιχειρηματικότητας της βραχυπρόθεσμης μίσθωσης. Πρώτον, με τη φορολόγηση από το κράτος, στη συνέχεια με τις εταιρείες “διαχείρισης” που δήθεν θα καταστήσουν την ιδιοκτησία τους πιο ελκυστική και τέλος με την είσοδο στο παιχνίδι των “μεγάλων παικτών” της κτηματομεσιτικής αγοράς, όπως ήδη συμβαίνει σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας.

Ο εξευγενισμός (gentrification) είναι ακόμα μια αναφορά που κρίνεται σκόπιμο να γίνει σχετικά με αυτήν την κριτική στο ζήτημα της στέγης. Πρόκειται για μια έννοια που περιγράφει την στοχευμένη υποβάθμιση μιας γειτονιάς, συνήθως εντός ενός αστικού κέντρου, στη συνέχεια την εποίκησή της με πολιτισμική κινητικότητα, που τελικά οδηγεί στην αναβάθμισή της και την άνοδο των αξιών γης, και η οποία συνήθως συμπληρώνεται και με μια αστική ανάπλαση από θεσμικούς φορείς (πεζοδρομήσεις κλπ). Το χάσμα στις τιμές ενοικίων που δημιουργείται έχει σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των παλαιότερων κατοίκων της γειτονιάς και κατά συνέπεια την αλλαγή του χαρακτήρα της, από κάτι που έχει διαμορφωθεί σταδιακά μέσα στο χρόνο σε κάτι που, στρατηγικά και με συνοπτικές διαδικασίες, στη δίνη της μόδας και του hype, στήνεται για να πουλήσει. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η τουριστικοποίηση αποτελεί φαινόμενο με πολλές αντιστοιχίες με τον εξευγενισμό, αν όχι απλώς υποκατηγορία του.

Η μετάλλαξη της πόλης που ζούμε, με γοργούς ρυθμούς, τείνει να δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση για τους περισσότερους από εμάς. Ο μετασχηματισμός ολόκληρων περιοχών σε τουριστικά κέντρα ή σε εμπορικές ζώνες περιφράσσει και εκχυδαΐζει τους τόπους στους οποίους ζούμε, κινούμαστε, εργαζόμαστε, ερωτευόμαστε, οργανωνόμαστε και παρεκτρεπόμαστε. Η “εξυγίανση” και η αστυνόμευση του δημόσιου χώρου που συνοδεύει την εμπορευματοποίησή του – πολλές φορές μετά από αιτήματα “επιτροπών κατοικών” ή “συλλόγων επιχειρηματιών” με την υποστήριξη μπράβων και πορτιέρηδων- ενισχύει ακόμα περισσότερο την στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων όπως οι άστεγοι και οι μετανάστες, εκτοπίζοντας τους στο περιθώριο.

Είναι γεγονός ότι με τέτοια εισροή ξένων χρημάτων για ξόδεμα, κινούνται περισσότερα χρήματα στις τουριστικές περιοχές έναντι των μη τουριστικών. Μεταξύ ποιών κινούνται όμως, και πώς κατανέμονται; Ο μύθος στον οποίο στηρίζονται κοινωνικά όλα αυτά, και ο οποίος καλλιεργείται επιμελώς και με περισσότερη ένταση την τελευταία δεκαετία, είναι πως ο τουρισμός θα αναβαθμίσει τη ζωή και των χαμηλότερων κοινωνικά στρωμάτων. Όμως αυτή η αξίωση δε μπορεί να ανταποκριθεί στην πραγματικότητα των μισθών, ούτε στις ουρές του ΟΑΕΔ με το πέρας της τουριστικής σεζόν. Αλλά, περισσότερο από καθετί άλλο, οξύμωρο παραμένει ότι ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της πόλης, ενώ συνεισφέρει από κάποιο πόστο σε αυτή τη βιομηχανία, την ίδια στιγμή αδυνατεί να βρει σπίτι με ανθρώπινους όρους ή κινδυνεύει να χάσει αυτό που ήδη νοικιάζει. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2017 στην Ελλάδα τα δύο τρίτα των ενοικιαστών έδιναν για ενοίκιο το 50% του εισοδήματός τους, ενώ συγκριτικά οι ενοικιαστές της Ε.Ε. σχεδόν το 15%.

Υπάρχουν κάποιες “κόκκινες γραμμές” -ή τουλάχιστον έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι- όσον αφορά τις βασικές ανάγκες όλων. Υγεία, στέγη, ρεύμα και νερό πρέπει να είναι προσβάσιμα στους πάντες, δηλαδή να γίνουν αντιληπτά ως κοινά: οι φυσικοί και πολιτισμικοί πόροι στους οποίους έχουν πρόσβαση όλα τα μέλη μιας κοινωνίας. Όσο η εμπορευματοποίησή τους προχωρά δίχως οργανωμένες αντιστάσεις, τόσο περισσότερο συνηθίζουμε στον παραλογισμό και υποτασσόμαστε στον εκβιασμό των ιδιοκτητών αυτών των αγαθών. Η διεκδίκηση -ή η συλλογική αναπαραγωγή- αυτών των κοινών, δεν θεωρούμε ότι μπορεί να είναι μονοθεματική και να εκφραστεί μόνον με ρητά και νοικοκυρεμένα “αιτήματα” απέναντι στους κρατικούς θεσμούς. Πρώτο και κύριο, οφείλει να μεταναστεύσει στη φαντασία των κατοίκων μιας πόλης, ώστε να την αντιληφθούν ως δική τους. Μετά, να πραγματωθεί ως μια κουλτούρα κατοίκησης αυτής της πόλης, που να μετατρέψει αυτό το αχανές πράγμα που λέμε κοινωνία σε κοινότητες ανθρώπων, που έχουν -σε κάποιο κάθε φορά βαθμό- ουσιαστικές σχέσεις και δημιουργικές δραστηριότητες μεταξύ τους. Και τότε ίσως να έχει νόημα -αλλά και να είναι περισσότερο εφικτή- μια ισορροπία μεταξύ της συλλογικοποίησης “από τα κάτω” (συνελεύσεις, καταλήψεις και οριζόντιες συνεργασίες στο βιοπορισμό) και των πολιτικών διεκδικήσεων ως αγώνων ορατότητας (πιέσεις για κοινωνική στέγαση, αποδαιμονοποίηση των καταλήψεων στέγης). Γιατί, όσο σκάβεις να βρεις τις ρίζες της αδικίας και του παραλογισμού, το μόνο που βρίσκεις είναι περισσότερες διακλαδώσεις αυτού που χαϊδευτικά αποκαλούμε “σύστημα”. Εμείς καταλήγουμε στο εξής:

Η καπιταλιστική ιδιοκτησία ως έννοια, αλλά και ως πραγματικότητα, είναι εχθρική προς την ελευθερία και τους κοινούς τόπους που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε. Το “επιχειρείν” πλέον έχει αποικίσει κάθε σπιθαμή χώρου, αφού πρώτα αποίκησε το μυαλό. Ζούμε περικυκλωμένοι από μεθόδους κερδοφορίας. Μέσα από τις διαφημίσεις των τουριστικών πρακτόρων, η φιλοξενία αλλοιώνεται ως προς το νόημά της, για να επιστρέψει μεταλλαγμένη σε τουριστικό προϊόν, δηλαδή τη φιλοξενία μετ’ αποδοχών. Όπως άλλωστε κι η γνησιότητα, η παράδοση, η εντοπιότητα και ό,τι άλλο βγαίνει στο παζάρι της αυτο-προώθησης. Δηλαδή σ’ένα έδαφος ολισθηρό, όπου βασιλεύει η κοντόφθαλμη οπτική ενός βραχυπρόθεσμου κέρδους. Αυτό, στο μέλλον, δε θα αποδίδει πια, αφού θα έχει καταστρέψει τον ίδιο τον τόπο, ρίχνοντας το βάρος μόνο στον τουρισμό – και όχι στη γεωργία, τη βιοτεχνία, την παιδεία, τον πολιτισμό, την αποκέντρωση κλπ. Έτσι, εξαντλείς την κληρονομιά αντί να την αναπαράγεις, υποκύπτοντας στην αρπακόλλα κι αφήνοντας πόλη και ύπαιθρο έρμαιο στους επενδυτές, που δεκάρα δε δίνουν για τα κοινωνικά και τα περιβαλλοντικά κόστη και τις συνέπειες τους. Το ξεπέρασμα της ιδέας πως η στέγη μπορεί να μετατρέπεται σε εμπόρευμα, ή το ξεπέρασμα της ιδέας ότι τα κίνητρα μιας δράσης είναι πρώτα και κύρια οικονομικά, το τί τελικά μας συμφέρει και ως προς ποιές αξίες, όπως και για πόσο ακόμα θα μας συμφέρει και τί υποθηκεύουμε στην πραγματικότητα, ίσως αποτελέσουν τα βήματα προς τη συνειδητοποίηση του αγώνα που έχουμε να δώσουμε. Κι αυτός ο αγώνας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τον κόσμο της εργασίας, αλλά κι όσους/ες “περισσεύουν” και “σπρώχνονται”.

Τα “γιατί” με πολλούς τρόπους έχουν ειπωθεί, κι όχι μονάχα από μας. Τα “πως” αφορούν όλα εκείνα τα εδάφη που πρέπει να φτιάξουμε, σαμποτάροντας παράλληλα την εύρυθμη λειτουργία της τουριστικής βιομηχανίας. Με τη φυσική, πολιτισμική και πολιτική παρουσία μας στο δημόσιο χώρο, με την έμπρακτη αλληλεγγύη μας απέναντι στις εξώσεις και σε όσες/όσους διεκδικούν το δικαίωμα στη στέγη με άλλους τρόπους. Με την συσπείρωση των εργαζομένων στον τουρισμό και την αμείλικτη στάση τους απέναντι στις υποβαθμίσεις των απολαβών και των συνθηκών εργασίας τους. Με την προσφορά στην κοινότητα με τρόπο ανιδιοτελή και πολιτικό και την απο-θεαματοποίηση του έργου μας, του τόπου μας και της ζωής μας.

Κατάληψη Rosa Nera

Ιούνιος 2019