Η λεηλασία του «Τρίτου κόσμου»,
ως ηχηρό προμήνυμα της λεηλασίας (…) όλου του πλανήτη.
Έχουν ήδη περάσει αρκετά χρόνια (τέλη του 2008, αρχές 2009) από τότε μας ενημέρωσε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα μέσω των μ.μ.ε πως η χώρα βρίσκεται εν μέσω οικονομικής κρίσης, επηρεαζόμενη με τη σειρά της από την παγκόσμια οικονομική κρίση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος· παρόλο που είναι χρόνια γνωστό, στον δυτικό ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, πως η κρίση, εγγενές «σύμπτωμα» του καπιταλισμού, μαίνεται δεκαετίες και δημιουργεί μικρής και μεγάλης έντασης πολέμους, εξαθλιώνει ανθρώπινες κοινωνίες και ρημάζει το περιβάλλον σε εκατοντάδες «άλλα» μέρη του πλανήτη, στο λεγόμενο «Τρίτο κόσμο».
Αν η άγνοια, ο στρουθοκαμηλισμός ή η αδυναμία δράσης των πρωτοκοσμικών για όσα συνέβαιναν και συνεχίζουν να συμβαίνουν τόσο «μακριά από μας», αποτελούσαν μιας πρώτης τάξεως δικαιολογία για αναλγησία, σήμερα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία υπέρ της αδράνειας, καθώς ο Τρίτος κόσμος είναι παντού.
Οι φαβέλες της Ρίο Ντε Τζανέιρο και του Σάο Πάολο, οι παραγκουπόλεις στην πόλη του Μεξικού, οι εκατομμύρια φτωχοί του Πεκίνου που ζουν σε φωταγωγούς και πάνω σε στέγες κτιρίων, οι αμέτρητες ετοιμόρροπες κατοικίες από παλιοσίδερα και λαμαρίνες στο Νέο Δελχί και οι ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι που κοιμούνται στα πεζοδρόμια της Βομβάης παρόλο που δουλεύουν, μπορούν άνετα πλέον να συγκριθούν με τους εκατό χιλιάδες άστεγους του Λος Άντζελες, τις παραγκουπόλεις που ορθώνονται δίπλα στις πολυτελείς βίλες του Palm Springs στην Καλιφόρνια, την παραγκούπολη «καμπότζη» στη Σόφια και τα «cladestinos = αυθαίρετα» στη Λισαβόνα· Τους καταυλισμούς στα προάστια της Αθήνας και της Νάπολη καθώς και την τεράστια παραγκούπολη στην εθνική οδό μεταξύ Μπρέσια – Μιλάνου κ.α.
Η παλίρροια της παγκόσμιας μετανάστευσης από την καπιταλιστική «περιφέρεια» στα καπιταλιστικά «κέντρα» προς εξεύρεση εργασίας και καλύτερων συνθηκών ζωής, συνεχίζεται ακατάπαυστα και δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ούτε με νομοθετικές – εκτελεστικές εξουσίες, ούτε κι από τον αυξανόμενο ρατσισμό των πρωτοκοσμικών κοινωνιών, ο οποίος τείνει να πάρει διαστάσεις αντισημιτικής παράνοιας. Η εκθετική αύξηση της παγκόσμιας φτώχειας και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, δεν έχουν φτάσει ιστορικά ποτέ στα σημερινά επίπεδα, όπως ποτέ άλλοτε δεν καταστρεφόταν με τέτοιους ρυθμούς το φυσικό περιβάλλον.
Το σπάσιμο του κοινωνικού «συμβολαίου» που συνάφθηκε με τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, το λεγόμενο κράτος-πρόνοιας, με το παράλληλο πετσόκομμα όσων δικαιωμάτων κατακτήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν ύστερα από τις αρνήσεις και τις διεκδικήσεις της παγκόσμιας εργατικής τάξης τις δεκαετίες 1960-1970 κατά τη διάρκεια και της προηγούμενης καπιταλιστικής κρίσης (της λεγόμενης πετρελαϊκής), αρκούν για να χάνουμε σήμερα το έδαφος κάτω από τα πόδια μας. Να αναδύεται μια πραγματικότητα, η οποία απέχει από τις υποσχέσεις των κατά καιρούς κυβερνώντων. Να πέφτουν οι λουσάτες μάσκες των εγγυητών της ευημερίας και να αποκαλύπτεται όλη η καταστροφή που προκαλεί η καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά και η ύφεση.
Τα παραπάνω (και πόσα ακόμα που δεν χωρούν σε μια κόλα χαρτί…), αποτελούν τα απότοκα τέκνα ενός συστήματος που εξαργυρώνει σε κέρδος την εξοντωτική εργασία τόσων ανθρώπων, πετώντας στον κάδο των κοινωνικών απορριμμάτων όσων του περισσεύουν. Δηλαδή περίπου τα ¾ του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα, τα οποία εξαναγκάζονται από την παγκόσμια άρχουσα τάξη να περάσουν την ολιγόχρονη ζωή τους σε συνθήκες ανέχειας. Κι αν βέβαια επιχειρούσαμε να τοποθετήσουμε έναν κοινό παρονομαστή σε όλα τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει αυτή η κοινωνία, όπως η φτώχεια, οι διακρίσεις, ο πόλεμος, δεν θα ήταν άλλος από την εκμετάλλευση της εργασίας για την υφαρπαγή υπεραξίας.
Η μισθωτή εργασία ως αυτοσκοπός …
Είναι αλήθεια πως από μικρά παιδιά γαλουχούμαστε από τα ερεθίσματα, κυρίαρχα ή μη, που τροφοδοτούνται από το περιβάλλον το οποίο μεγαλώνουμε. Αυτά τα ερεθίσματα «χτίζουν» το χαρακτήρα μας και μας «προικίζουν με εφόδια» για το μέλλον. Ένα μέλλον που κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει. Κι όμως… Δυο πράγματα θεωρούνται βέβαια … Ο θάνατος (σαφώς!) και πως θα ζήσουμε δουλεύοντας (σαφώς ;).
Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, βασικοί θεσμοί οι οποίοι αναλαμβάνουν να μας τροφοδοτήσουν με τα «απαραίτητα για μας» εφόδια, είναι η οικογένεια, το σχολείο, η εκκλησία, ο στρατός, τα μ.μ.ε. Όλοι αυτοί οι θεσμοί υπό το άγρυπνο μάτι του κρατικού μηχανισμού, πέρα των περιφερειακών κοινωνικών επιταγών τους, ορίζουν για μας και το κέντρο· Καίριες υποθέσεις του είναι μας. Που και πως θα ζήσουμε, που και πως θα διοχετεύσουμε την ενεργητικότητά μας, ποια τα νοήματα που θα μας κινητοποιούν ώστε να πετύχουμε τους στόχους μας, ποιοι θα είναι οι στόχοι μας. Οτιδήποτε επιχειρεί να ξεφύγει ή αρνείται αυτές τις επιταγές (το κοινωνικό status quo) κατακρίνεται και ενίοτε καταδικάζεται ως λάθος, αντικοινωνικό, που σκοπό έχει μονάχα να βλάψει.
Η πανταχού παρούσα τέρψη για ανάπτυξη όσων περισσότερων δεξιοτήτων, δεν αφορά κυρίως την πνευματική μας καλλιέργεια που θα επιτρέψει κριτική σκέψη, ή επίγνωση του εαυτού μας και του κόσμου, ούτε τη γνώση που αφορά τη συνεργασία με τους γύρω μας (ούτε, ούτε …), αλλά όσων απαιτούνται ώστε να βρεθούμε σε όσο το δυνατό πλεονεκτικότερη θέση στην αγορά εργασίας.
Κι όμως, την ίδια στιγμή που συμβαίνει αυτή η ξέφρενη εξέλιξη των προσωπικών μας προτερημάτων (τα οποία διαφέρουν ανάλογα την εποχή και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας), αυτή δημιουργεί όλο και μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ των τωρινών και μελλοντικών εργατών/τριών που κονταροχτυπιούνται μπρος στα αφεντικά τους για μια θέση εργασίας.
Σε ένα σύστημα όπου η ανεργία είναι σύμφυτη, ώστε να αποτελεί πάντα τον ισχυρότερο εκβιασμό στις ταξικές συγκρούσεις που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς στον καπιταλισμό, η προσωπική βελτίωση της εργασιακής συνθήκης και της ζωής ενός εργάτη, σημαίνει ταυτόχρονα πως κάποιος άλλος/ κάποια άλλη, εδώ κοντά ή κάπου αλλού, είναι άνεργος/η ή εργάζεται αλλά ζει χειρότερα (και πολύ χειρότερα και πάρα πολύ χειρότερα κ.ο.κ).
Παρόλα αυτά η εργατική τάξη που δεν αντιλαμβάνεται πάντα τον εαυτό της σαν μια κοινότητα με κοινά συμφέροντα (για ένα σωρό λόγους που δεν είναι του παρόντος), όταν οργανώνεται, οι όποιες διεκδικήσεις της συνήθως (υπάρχουν ιστορικά λαμπρές εξαιρέσεις) αφορούν τη διατήρηση των συνθηκών εργασίας στις εκάστοτε επιθέσεις του κεφαλαίου ή τη βελτίωση αυτών των συνθηκών όταν αυτή αντεπιτίθεται. Στο πέρας της όποιας «μάχης» μπορεί και οι δύο πλευρές (εργάτες-αφεντικά) να θεωρούν τους εαυτούς τους λίγο-πολύ κερδισμένους ή χαμένους. Οι μεν -λόγου χάρη- γιατί πέτυχαν μια αύξηση μισθού αλλά μπορούσαν και παραπάνω, οι δε γιατί απόσπασαν τη συναίνεση των πληβείων ικανοποιώντας ορισμένα αιτήματά τους και διατήρησαν τον τρεμάμενο θρόνο τους. Ύστερα το γρανάζι παίρνει ξανά μπρος.
Η καταπίεση από τη δουλειά, σαφώς συνεχίζει να υπάρχει, εσωτερικεύεται μέχρι την επόμενη ευκαιρία-σύγκρουση και εν τέλει αν υπάρχει κάποιος καθόλα κερδισμένος, είναι το ίδιο το δόγμα του «δουλεύω για να ζω (ή το αντίστροφο) », η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο (κι όλοι μαζί τη φύση !), αλλά κυρίως ενισχύεται αυτός ο τιτάνιος σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, η μισθωτή εργασία ως αυτοσκοπός, ως η μητέρα των νοημάτων… ή αλλιώς… Η αλλοτρίωση του ανθρώπινου.
Παγκόσμια οικονομική κρίση,
Μια υπέροχη ευκαιρία για την ανατροπή των δεδομένων !
Αν υπάρχει και κάτι καλό στη σημερινή διεθνή κρίση, με τις άμεσες απειλές μιας παγκόσμιας αποτέφρωσης, είναι το γεγονός ότι πλέον πέφτουν πολλά πέπλα που δυσχέραιναν στο παρελθόν την ανάγνωση της πραγματικότητας. Αν ο καταναλωτισμός αποτελούσε την καταραμένη αρρώστια των αποχαυνωμένων, η υποκατανάλωση του σήμερα μοιάζει ευχή.
Η αίσθηση μιας επαπειλούμενης «ευημερίας» που ακολούθησε την έκρηξη της οικονομικής φούσκας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δημιουργεί ανασφάλεια ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα και τις μεσαίες τάξεις εκείνες που βιώνουν τον αιώνιο φόβο μιας ενδεχόμενης πτώσης στον προλεταριακό καιάδα. Επίσης οι « καταραμένοι » προλετάριοι δεν έχουν πλέον ισχυρούς λόγους ώστε να υπομένουν ελπίζοντας σε μικροαστικές κατασκευές ζωής, οι οποίες καταρρέουν.
Η διαχείριση της κατάστασης είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, παρ’ όλες τις φαινομενικές αξιακές διαφορές αποκτά κοινή συνισταμένη στη συνέχιση της εκμετάλλευσης και διατήρησης όλων εκείνων που μας θέλουν αναλώσιμα γρανάζια ενός μηχανισμού που έχει φρακάρει από τις αντιθέσεις του και μπορεί να ξαναπάρει μπρος μονάχα με αίμα και οκάδες εκβιαστικής συναίνεσης. Η φασιστική απειλή (ορατή πλέον !) απαιτεί νεκρούς όσους περισσεύουν, κάποιους να δουλεύουν τσάμπα, άλλους για ψίχουλα και ορισμένους λίγους να απολαμβάνουν την κλοπή της εργασίας μιας πειθήνιας πλειοψηφίας.
Πλέον δημιουργούνται παντού κοινωνικά κινήματα που επιχειρούν να διαμαρτυρηθούν ή να αντιπαρατεθούν για την αθέτηση των υποσχέσεων των «από πάνω»,οι οποίοι με τη σειρά τους απαντούν με καταστολή ,εκτοξεύουν απειλές, ρητορεύουν πειθαρχία, ασφάλεια και θυσίες. Το κράτος έκτακτης ανάγκης διαδέχεται το κράτος πρόνοιας και η κρίση στην εργασία αφορά το καυτό θέμα στο δημόσιο διάλογο. Οι όποιες εργατικές διεκδικήσεις αποκτούν θετικό πρόσημο, όχι τόσο από την προοπτική που έχουν τα κατά καιρούς ρεφορμιστικά-συντεχνιακά αιτήματα, αλλά λόγω του εύφορου εδάφους που δημιουργούν για την ανάδυση ενός ριζοσπαστισμού που δεν θα αρκείται στο ξεροκόμματο.
Κι αν οι σημερινές πολιτικές συγκρούσεις αναλώνονται σήμερα μονάχα στην αναδιάρθρωση της εργασίας, με το κεφάλαιο να επιδιώκει τους καλύτερους όρους για την ανάπτυξή του διαλέγοντας κομματικά στρατόπεδα, αυτή η πολιτική δεν μας αφορά καθώς δεν βρίσκουμε πουθενά τους εαυτούς μας μέσα στην καταπίεση.
Δεν μπορούμε να παραμένουμε αναίσθητοι στις κρατικές – διακρατικές δολοφονίες και εγκλεισμούς χιλιάδων μεταναστών/τριών εργατών/τριών. Δεν αγνοούμε τους έξι χιλιάδες αυτόχειρες των τελευταίων τεσσάρων χρόνων στην ελλάδα. ούτε κλείνουμε το μάτι στη μιζέρια που παίρνει σάρκα και οστά στους κάδους των μητροπόλεων. Κι επειδή ξέρουμε βιωματικά πως τα δάκρυα των ανέργων δεν σταματούν όταν πιάσουν δουλειά, υποστηρίζουμε πως η κρίση δεν είναι μονάχα το άδειο μας το πορτοφόλι. Είναι κοινωνική, περιβαλλοντική και υπαρξιακή.
Η ευτοπία μιας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας που θα μπορεί να πατά στέρεα στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της μας εμπνέει. Σίγουρα πολύ περισσότερο από μια κοινωνία που τρεκλίζει πάνω στις ανισότητες, την εκμετάλλευση της εργασίας και λύνει τις διαφορές της με πολέμους.
Τι θα συμβεί στο μέλλον … Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Πάντως, αν η απαξίωση της μισθωτής εργασίας μπορεί να καλλιεργηθεί σε βαθμό τέτοιο ώστε να την καταργήσει, εμείς θα αποτελούμε μέρος όλων αυτών, που επιθυμούν να το επιχειρήσουν.
10 χρόνια Κατάληψη Rosa Nera,
Χανιά, Ιούνης 2014