Τι κοινό έχει μια εθνική γιορτή με μια συναυλία, τον ξυλοδαρμό ενός γιατρού και τα σπασμένα γραφεία της χρυσής αυγής;

Τώρα που κόπασαν για λίγο τα «τύμπανα του πολέμου», θα πούμε κι εμείς δυο λόγια για τα γεγονότα της 25ης Μάρτη στα Χανιά, καθώς και το αποτύπωμα που άφησαν πίσω τους.

Το πρωί της 25ης Μάρτη στα Χανιά πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη παρέλαση. Ένας θεσμός μιλιταριστικός που συνεχίζει αλώβητος να μολύνει τα μυαλά χιλιάδων μαθητών και μαθητριών με υποταγή στους ανωτέρους (καθιερωμένος χαιρετισμός στους «επίσημους»), ομοιομορφία (βήμα στρατιωτικό και στολή συγκεκριμένη ) και διαχωρισμούς (ψηλούς – κοντούς, υψηλές – χαμηλές βαθμολογίες). Ένας θεσμός που συνεχίζει να ενισχύει το μίσος απέναντι σε άλλους ανθρώπους, οι οποίοι έλαχε να γεννηθούν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Ο στόχος; Να είναι έτοιμοι όταν χρειαστεί να θυσιάσουν λίγο-πολύ ή ολοκληρωτικά τη ζωή τους για τα συμφέροντα της ντόπιας εξουσίας (συχνά αυτά αναφέρονται ως εθνική ανάγκη, εθνικά συμφέροντα κτλ).

Σε αντίθεση με τους εθνικιστικούς διθυράμβους, στο παλιό λιμάνι της πόλης, μπροστά στο «γιαλί τζαμισί», πραγματοποιήθηκε μια συναυλία από το σχήμα «yar aman» που αποτελείται από ντόπιους και μετανάστες μουσικούς. Τα τραγούδια που ακούστηκαν ήταν βγαλμένα από την κοινή παράδοση ελλήνων και τούρκων, θυμίζοντας στους πάντες πως οι άνθρωποι ακόμα κι έχουν διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες μπορούν μια χαρά να συνυπάρχουν και να δημιουργούν από κοινού.

Παρόλο που η παραπάνω κίνηση έτυχε θερμής αποδοχής από το σύνολο όσων βρέθηκαν «επί τούτου» ή έτυχε να περάσουν από το «γιαλί τζαμισί», κάποιοι ενοχλήθηκαν παράφορα. Αποτέλεσμα της ξινίλας τους ήταν ο εθνικιστικός – μισαλλόδοξος ακτιβισμός τους. Μια ενέδρα στήθηκε στους γύρω δρόμους της «Σπλάτζια», μιας πολυπολιτισμικής γειτονιάς όπου δραστηριοποιούνται τριγύρω, «το κοινωνικό στέκι-στέκι μεταναστών», «το φόρουμ μεταναστών», η κατάληψη «Rosa Nera», η κοινωνική κουζίνα. Μια ενέδρα, που είχε στόχο τον τραμπουκισμό μεταναστών/τριών ή κοινωνικών αγωνιστών/τριών οι οποίοι θα γίνονταν αντιληπτοί. Εν τέλει, έγιναν και τα δύο.

Πέρα από το κυνήγι μεταναστών το οποίο ευτυχώς δεν απέφερε καρπούς, τα συγκεκριμένα φασιστοειδή αναγνώρισαν και επιτέθηκαν στον κοινωνικό αγωνιστή, αντιφασίστα και μουσικό των «yar aman» Δ. Μακρέα, ο οποίος εκτός των υπόλοιπων χτυπημάτων, δέχτηκε πισώπλατα και δολοφονική ροπαλιά στο κεφάλι.

Άμεσα κόσμος από τα κινήματα της πόλης έφτασε στο σημείο της επίθεσης, ενώ παράλληλα οι μπάτσοι υποτίθεται πως έψαχναν τους δράστες. Ακολούθησε αυθόρμητη πορεία, η οποία περνώντας μπροστά απ’τα γραφεία των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, τα έσπασε. Στη συνέχεια, η άσκοπη ενέργεια του σπασίματος της βιτρίνας του «γαλανόλευκου φάρου», η οποία συνέβη εν αγνοία του συνόλου της πορείας, διογκώθηκε έντεχνα απ’ τους καλοθελητές των μ.μ.ε, στην προσπάθειά τους να υποβαθμίσουν τα προηγούμενα γεγονότα.

Τις επόμενες μέρες πλήθος κόσμου πλαισίωσε τις κινητοποιήσεις στο δρόμο και στα δικαστήρια αναδεικνύοντας τον φασιστικό-δολοφονικό χαρακτήρα μιας επίθεσης που η «ασφάλεια» και οι «δικαστικές αρχές» στρογγύλεψαν… σε καυγαδάκι (απόκρυψη στοιχείων από τη δικογραφία, μετατροπή της κατηγορίας από κακούργημα σε πλημμέλημα, αποτροπή με εκφοβισμό μαρτύρων να καταθέσουν).

Από την πλευρά μας θεωρούμε πως τα χτυπήματα των φασιστών δεν θα περιοριστούν με πρόστιμα ούτε ποινές φυλάκισης αστικών δικαστηρίων, παρά μόνο με την κοινωνική τους απομόνωση και τις άμεσες απαντήσεις ενός ισχυρού κινήματος .Το πολιτικό και κοινωνικό έδαφος για την ανάδυση τέτοιων συμπεριφορών παραμένει εύφορο και η παρακρατική μαφία θα συνεχίζει να στρατολογεί χρήσιμους ηλίθιους για να επιτίθεται σε όποιον και όποια σηκώνει κεφάλι στο σύγχρονο ολοκληρωτισμό που επιβάλλουν τα ντόπια και διεθνή αφεντικά.